- θρύλου
- θρύ̱λου , θρῦλοςnoise as of many voicesmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Σαπφώ — Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια (Ερεσός, Λέσβος τέλη 7ου αι. π.Χ. Μυτιλήνη πρώτο μισό 6ου αι. π.Χ.). Σχεδόν τα μόνα γνωστά για τη ζωή της είναι πως είχε μια κόρη, την Κλείδα και τρεις αδελφούς, και πως για πολιτικούς λόγους εξορίστηκε για μερικά χρόνια… … Dictionary of Greek
Μεφιστοφελής — και Μεφιστοφηλής και Μεφίστο, ο διαβολικό πνεύμα που παρεμβαίνει στις αποδόσεις τού θρύλου τού Φάουστ και ιδιαίτερα στην τραγωδια Φάουστ τού Γκαίτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. Μephistopheles, όνομα τού διαβόλου στον Φάουστ τού Γκαίτε. Ο τ. Μεφιστοφηλής… … Dictionary of Greek
Σεμίραμις — I Ελληνοποιημένος τύπος του συριακού Σαμμουραμάτ, όνομα θρυλικής Ασσυρίας βασίλισσας, τις περιπέτειες της οποίας διηγούνται διάφοροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτές, η Σ. ήταν σύζυγος του βασιλιά Νίνου και μετά τον… … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek